τόξευμα

τόξευμα

τόξευμα, τό, das Geschoß, der abgeschossene Pfeil; Her. 4, 132; Thuc. 4, 34 u. A.; auch übertr., πολλὰ τοξεύματ' ἔχει, Pind. I. 4, 47, von der Zunge; das Abschießen des Pfeiles, der Bogenschuß, ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται, d. i. Schußweite, Her. 4, 139; πρὶν τόξευμα ἐξικνεῖσϑαι, ehe man in Schußweite kommt, vgl. Xen. Cyr. 1, 4, 23; ἐντὸς τοξεύματος, Eur. Herc. fur. 991; übertr., ὄμματος ϑελκτήριον τόξευμ' ἔπεμψεν, Aesch. Suppl. 983; u. anders Soph. τοιαῦτά σου ὥςτε τοξότης ἀφῆκα ϑυμῷ καρδίας τοξεύματα, Ant. 1072. – Bei Her. auch collectiv für τοξόται, 6, 118; vgl. Plut. Pyrrh. 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τόξευμα — arrow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόξευμα — το, ΝΜΑ, και τόξεμα Ν [τοξεύω] αυτό που εξακοντίζεται με το τόξο, το βέλος, η σαΐτα («ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.) νεοελλ. η ενέργεια τού τοξεύω, η βολή με τόξο, τόξευση αρχ. 1. το βεληνεκές τού τόξου («ἐντὸς τοξεύματος», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • τόξευμ' — τόξευμα , τόξευμα arrow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξευμάτων — τόξευμα arrow neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξεύμασι — τόξευμα arrow neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξεύμασιν — τόξευμα arrow neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξεύματα — τόξευμα arrow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξεύματι — τόξευμα arrow neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξεύματος — τόξευμα arrow neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξεύματ' — τοξεύματα , τόξευμα arrow neut nom/voc/acc pl τοξεύματι , τόξευμα arrow neut dat sg τοξεύματε , τόξευμα arrow neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόξευμα — το (Α τόξευμα, Μ τόξευμα και δόξευμα) χτύπημα με βέλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”