τόκος

τόκος

τόκος, , 1) das Gebären; Ἀλκμήνης δ' ἀπέπαυσε τόκον, Il. 19, 119; h. Cer. 101; auch von Thieren, Il. 17, 5 (vgl. Xen. oec. 7, 341; πλὴν ὅταν τόκος παρῇ, Soph. frg. 424; οὔτε τόκοισιν ἰηΐων καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες, O. R. 173, vgl. 26; πρὸ μέλλοντος τόκου, Eur. El. 626; οὐ σὲ μήτηρ ἐν τόκοισι σοῖσι ϑαρσυνεῖ, Alc. 319, u. öfter; Ar. Th. 845 Lys. 742;. Plat. Soph. 242 d u. A. – 2) das Geborene, das Junge, übh. Nachkommenschaft; πάντων Ἀργείων ἐρέων γενεήν τε τόκον τε, Vorfahren und Nachkommenschaft, od. Geschlecht und Abkunft, Il. 7, 128, vgl. 15, 141; auch vom Adler, ἐλϑὼν ἐξ ὄρεος, ὅϑι οἱ γενεή τε τόκος τε, Od. 15, 175; Οἰδίπου τόκος, der Sohn des Oedipus, Aesch. Spt. 354. 389, u. öfter, wie Soph. u. Eur.; selten in Prosa, ὁ τόκος τῆς γυναικός, Her. 1, 111; von Thieren, Arist. H. A. 5, 9. – 3) Uebertr., der Gewinn von ausgeliehenem Gelde, Zins, Wucher; Pind. Ol. 11, 9; Ar. Nub. 18. 20 u. öfter; δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Plat. Legg. V, 742 c; u. wo die Uebertragung recht einleuchtet, τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, von Kapital und Zinsen, Rep. VIII, 555 e; τόκους ἀπολαμβάνειν, Lys. 17, 3; oft bei Rednern, τόκον ὃς ἔτυχεν ἐν Σηστῷ ὢν ἐπόγδοον, Dem. 50, 17, vgl. 53, 13, d. i. ἐπ' ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου, monatlich von einer Mine, = 600 Obolen, 8 Obolen Zins, nach unserer Weise zu rechnen 16 pCt.; andere Zinsfüße sind ἐπίτριτος, ἐπίπεμπτος, ἐπιδέκατος, Arist. rhet. 3, 10, d. i. 6, 10, 20 pCt. Vgl. ἔγγειος, ναυτικός. – Auch Ertrag des Ackers, Xen. Cyr. 8, 3, 38.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τόκος — childbirth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • τόκος — ο 1. γέννημα. 2. κέρδος από δανεισμό χρημάτων: Εμπορικός τόκος. 3. επιτόκιο: Δανείστηκα με τόκο εφτά τα εκατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ПРОЦЕНТЫ —    • Τόκος          (τόκος от τίκτω, ср. Fenus, Фенус), есть доход, получаемый кредитором от должника за отданный в долг капитал. Величина П. в Элладе считалась или по числу оболов и драхм, вносимых за месячное пользование миной, или по частям… …   Реальный словарь классических древностей

  • τόκε — τόκος childbirth masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοι — τόκος childbirth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοιο — τόκος childbirth masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοις — τόκος childbirth masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοισι — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκοισιν — τόκος childbirth masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκον — τόκος childbirth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”