- προ-σκήπτω
προ-σκήπτω, vorschützen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-σκήπτω, vorschützen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσκήπτει — πρό σκήπτω prop pres ind mp 2nd sg πρό σκήπτω prop pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσκηπτε — πρό σκήπτω prop pres imperat act 2nd sg πρό σκήπτω prop imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκήπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) προσημαίνω, προλέγω, προμηνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκήπτω «υπερασπίζομαι, λέω κάτι για δικαιολόγηση, συνηγορώ»] … Dictionary of Greek
προέσκηψε — πρό σκήπτω prop aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)