τόφρα

τόφρα

τόφρα, adv. der Zeit, so lange bis, bis dahin, bis zu der Zeit, worauf in der Regel der Nachsatz mit ὄφρα folgt, welches wir durch ein bloßes »daß« wiedergeben, Hom.; auch kann ὄφρα vorangehen, Il. 18, 381 Od. 20, 330, in welchem Falle auch τόφρα δέ steht, Il. 9, 221 Od. 10, 126. Es entsprechen sich auch τόφραἕως, Od. 5, 122, τόφρα ἕως ἄν, 2, 77, ἕωςτόφρα, Il. 15, 392. 18, 16. 21, 606 Od. 12, 328, ἕωςτόφρα δέ, Il. 10, 507. 11, 412. 15, 540. 17, 107 Od. 5, 424, ἀλλ' ὅτε δή τόφρα, 10, 571, πρίντόφρα, Il. 21, 101, εὖτε. – τόφρα δέ, Od. 20. 77. – Auch absolut, unterdessen, während der Zeit, so daß der Relativsatz sich aus dem Vorigen ergiebt oder als bekannt vorausgesetzt wird, Il. 10, 498. 13, 83. 15, 525 Od. 3, 303 u. öfter. – Alexandrinische Dichter brauchten des Verses wegen auch τόφρα für ὄφρα, Ap. Rh. 4, 1487; vgl. Herm. H. h. Cer. 66; Jac. A. P. p. 507. 790.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τόφρα — up to indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόφρα — Α επίρρ. 1. χρον. για τόσο χρονικό διάστημα, ώς τότε («ὄφρα ὅ γε ταῡτα ἐπονεῖτο... τόφρα οἱ ἐγγύθεν ἦλθε θεὰ Θέμις», Ομ. Ιλ.) 2. εν τω μεταξύ, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα («τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη», Ομ. Οδ.) 3. (αναφορ.) όφρα* …   Dictionary of Greek

  • τόφρ' — τόφρα , τόφρα up to indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όφρα — ὄφρα (Α) (σύνδ. συσχετιστικός τού τόφρα) Ι. (τελικ.) 1. για να, με σκοπό να 2. συντάσσεται: α) με υποτ. μετά από αρκτ. χρόνους και προστ. καθώς και μετά από ιστ. χρόνους β) με ευκτ. μετά από ιστορικούς χρόνους II. χρον. 1. κατά τον χρόνο που 2.… …   Dictionary of Greek

  • εύτε — εὖτε, επικ., ιων. και ποιητ. τ., σπαν. σε τραγ., ποτέ σε κωμ. και αττ. πεζ. (Α) επίρρ. 1. χρον. (με ορστ., για ορισμένο γεγονός στο παρελθόν, συν. με διάφ. μόρια στην πρόταση που ακολουθεί, όπως ἔνθα, τῆμος δή, τόφρα δέ) όταν, τον καιρό που 2.… …   Dictionary of Greek

  • μέσφα — μέσφα, και άλλ. επικ. τ. μέσφι, αρκαδ. τ. μέστε, και δωρ. τ. μέστα, θεσσ. τ. μές (Α) επίρρ. 1. μέχρι, έως («μέσφ ἠοῡς», Ομ. Ιλ.) 2. (πριν από το ὅτε, με αόρ. οριστ.) μέχρις ότου, ωσότου 3. (χωρίς το ὅτε, ως σύνδ., με οριστ. ή υποτ.) έως («μέσφ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”