- τόπιον
τόπιον, τό, dim. von τόπος, Oertchen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τόπιον, τό, dim. von τόπος, Oertchen, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τόπιον — field neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόπιον — τὸ, ΜΑ, και τόπιν Μ [τόπος] αγρόκτημα μσν. φρ. «ἅγιον τόπιον» μοναστήρι πάπ. αρχ. 1. τάφος, μνήμα 2. στον πληθ. τὰ τόπια καλλιτεχνική παρουσίαση ενός τόπου με τη χρησιμοποίηση φυσικών γνωρισμάτων του ή μνημείων τέχνης που βρίσκονταν σ αυτόν … Dictionary of Greek
τοπίοις — τόπιον field neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπίου — τόπιον field neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπίων — τόπιον field neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόπια — τόπιον field neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοσχοτόπιον — μοσχοτόπιον, τὸ (Α) τόπος στον οποίο κόβονται τρυφερά κλαδιά, βέργες, παραφυάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόπιον (< τόπος), πρβλ. ερειπο τόπιον] … Dictionary of Greek
οικοτόπιον — οἰκοτόπιον, τὸ (Μ) έκταση εδάφους προορισμένη για ανοικοδόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + τόπιον (< τόπος), πρβλ. ερειπο τόπιον] … Dictionary of Greek
αεροτόπι — και αγεροτόπι, το τοποθεσία εκτεθειμένη στους ανέμους, που τήν πιάνουν οι άνεμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + *τόπι < μσν. τόπιον, υποκορ. τού τόπος] … Dictionary of Greek
αλωνοτόπι — το το αλώνι και (γενικά) κάθε τόπος που μπορεί να γίνει αλώνι νεοελλ. στον πληθ. τα αλωνοτόπια τοποθεσία όπου υπάρχουν πολλά αλώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁλωνοτόπιον < ἁλώνι(ον) + τόπιον, υποκορ. τού ουσ. τόπος] … Dictionary of Greek
αμπελοτόπι — το ο αμπελότοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀμπελοτόπιον < ἄμπελος + τόπιον < τόπος] … Dictionary of Greek