- τυΐ
τυΐ u. τυΐδε, dor. u. äol. statt τῇ, τῇδε, Schol. Il. 14, 298; – bei Hesych. steht τυΐ, ὧδε, Κρῆτες; – τυΐδ' ἐλϑέ, statt δεῦρο, hierher komm, Sappho 1, 5, wo υι eine Sylbe bildet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυΐ u. τυΐδε, dor. u. äol. statt τῇ, τῇδε, Schol. Il. 14, 298; – bei Hesych. steht τυΐ, ὧδε, Κρῆτες; – τυΐδ' ἐλϑέ, statt δεῦρο, hierher komm, Sappho 1, 5, wo υι eine Sylbe bildet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυΐ — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὧδε Κρῆτες» 2. σε επιγρ. αντί τού τ. οἱδί τής αντων. ὁδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. το τού οριστικού άρθρου (πρβλ. ΙΕ *tod, βλ. λ. ο, η, το) αναλογικά προς τους δωρ. τ. ὅπυι, πῦς*] … Dictionary of Greek
τυί — Α βοιωτ. τ. τής αντων. ὅδε αντί τού τ. οἵδε … Dictionary of Greek
Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… … Dictionary of Greek
τυΐδε — και τυῑδε Α (αιολ. και δωρ. τ. αντί τῇδε) 1. εδώ, από εδώ 2. (με ρ. κίνησης) προς τα εδώ («τυῑδ ἐλθέ», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυΐ* + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. ἐνθά δε)] … Dictionary of Greek
τύϊν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἲν τύϊν ἐν τούτῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για κρητ. τ. (βλ. λ. τυΐ)] … Dictionary of Greek