τυραννίς

τυραννίς

τυραννίς, ίδος, ἡ, Herrschaft eines Tyrannen, unumschränkte, willkührliche Herrschaft, Gewaltherrschaft, übh. Oberherrschaft; Schol. Aesch. Prom. 224 bemerkt τὸ τυραννίδος ὄνομα τοῖς μὲν παλαιοτάτοις ἄγνωστον· οὗτος δὲ ὁ ποιητὴς οἶδεν αὐτό, καὶ πρὸ αὐτοῦ Ἀρχίλοχος (frg. 2); vgl. Schol. argum. Soph. O. R. ὀψέ ποτε τοῦδε τοῦ ὀνόματος εἰς Ἕλληνας διαδοϑέντος κατὰ τοὺς Ἀρχιλόχου χρόνους, καϑάπερ Ἱππίας ὁ σοφιστής φησι; Pind. P. 2, 87. 11, 53; Διός, Aesch. Prom. 357, u. öfter in diesem Stücke, wie sonst; ὦ πλοῦτε καὶ τυραννί, Soph. O. R. 380, u. öfter, Königsherrschaft; oft bei Eur.; Her. oft, der auch αἱ τυραννίδες = οἱ τύραννοι braucht, 8, 137; vgl. Aesch. Ch. 967; ραννίδα καϑίστασϑαι, Ar. Vesp. 502; Plat. oft, gew. im tadelnden Sinne. Bei Isocr. = βασιλεῖαι, 3, 22. – In LXX. fem. von τύραννος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τυραννίς — monarchy fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. τυραννίδα …   Dictionary of Greek

  • τυραννίς (-ίδα) — Μορφή διακυβέρνησης, στην οποία η εξουσία ενός μόνου ανθρώπου, που κατακτά τα ανώτατα αξιώματα, ασκείται κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Ο Πλάτων έβλεπε την τ. ως το σοβαρότερο κίνδυνο στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η πολιτεία και ο… …   Dictionary of Greek

  • τυραννί — τυραννίς monarchy fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίδα — τυραννίς monarchy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίδας — τυραννίς monarchy fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίδες — τυραννίς monarchy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίδι — τυραννίς monarchy fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίδος — τυραννίς monarchy fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίδων — τυραννίς monarchy fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννίσι — τυραννίς monarchy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”