- προ-σωρεύω
προ-σωρεύω, vorn, voran, vorher häufen, σῖτος ἦν προσεσωρευμένος, Appian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-σωρεύω, vorn, voran, vorher häufen, σῖτος ἦν προσεσωρευμένος, Appian.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκατασωρεύσαντες — πρό , κατά σωρεύω heap aor part act masc nom/voc pl πρό κατασωρεύω heap up aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχωννύω — Α 1. διαμορφώνω με επιχωμάτωση την έκταση μπροστά από έναν χώρο ή ένα κτήριο 2. γεμίζω με επιχωμάτωση, μωλώνω, μπαζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χωννύω «σωρεύω χώμα»] … Dictionary of Greek