- τρᾱχών
τρᾱχών, ῶνος, ὁ, rauhe, harte, steinige Gegend, D. Hal. 17, 5; Luc. vrbdt πέτραις καὶ τραχῶσι, V. H. 2, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρᾱχών, ῶνος, ὁ, rauhe, harte, steinige Gegend, D. Hal. 17, 5; Luc. vrbdt πέτραις καὶ τραχῶσι, V. H. 2, 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραχών — ῶνος, ὁ, Α τραχύ, ανώμαλο έδαφος, βραχώδης και ξερός τόπος («ορεινοὺς τραχῶνας», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. κοιτ ών), από όπου το τοπωνύμιο Τράχων] … Dictionary of Greek
τράχων — τρέχω run pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραχωνῖτιν — τραχών a rugged fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραχωνῖτις — τραχών a rugged fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραχωνίτης — ο, θηλ. Τραχωνῑτις ίτιδος, Α 1. ο κάτοικος τής Τραχωνίτιδος Χώρας 2. φρ. «Τραχωνῑτις Χώρα» χώρα τής Παλαιστίνης, ένας από τους έξι νομούς τής ανατολικής Ιορδανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Τράχων (βλ. λ. τραχών) + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ.… … Dictionary of Greek
Τσάκωνες — Ονομασία των κατοίκων της Τσακωνιάς (Πελοπόννησος). Με την ονομασία Τζέκονες αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Z’ τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος, ως στρατιώτες, τους θεωρούσε καταλληλότερους στην επάνδρωση φρουρίων. Ήταν απόγονοι των… … Dictionary of Greek
Τραχωνίτιδα — Τραχωνί̱τιδα , τραχών a rugged fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραχωνίτιδι — Τραχωνί̱τιδι , τραχών a rugged fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραχωνίτιδος — Τραχωνί̱τιδος , τραχών a rugged fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχῶνα — τρᾱχῶνα , τραχών a rugged masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχῶνας — τρᾱχῶνας , τραχών a rugged masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)