τρᾱχύτης

τρᾱχύτης

τρᾱχύτης, ητος, ἡ, Rauheit, Härte; ὀργῆς, Aesch. Prom. 80; Ggstz von λειότης, Plat. Tim 65 c; χώρας, Xen. Cyr. 7, 5, 67; αἱ τῶν τόπων τραχύτητες, Pol. 10, 30, 1, u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τραχύτης — τρᾱχύτης , τραχύτης roughness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχύτης — και τραχ(ε)ίτης, ο, Ν (πετρογρ.) πολύ λεπτοκοκκώδες ηφαιστειακό πέτρωμα, αντίστοιχο από ορυκτολογική άποψη με τον συηνίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trachyte (< τραχύς). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Κ. Μητσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • Ὄνου χρείαν τραχύτης ὄδοῦ, καὶ φίλον εὔνουν αἱ συμφοραὶ διακρίνουσιν. — См. Только в беде друга узнаешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τραχύτητα — η / τραχύτης, ητος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τραχυτής, ῆτος, Α [τραχύς] 1. ανωμαλία επιφάνειας («διὰ τὴν τῆς χώρας τραχύτητα», Ξεν.) 2. μτφ. α) βαναυσότητα, αγριότητα («τραχύτης βλέμματος», Πλούτ.) β) (για φωνή) βραχνάδα νεοελλ. 1. σκληρότητα, σκληράδα 2 …   Dictionary of Greek

  • только в беде друга узнаешь — Друзья познаются в беде. Ср. Amicus certus in re incerta cernitur. Верный друг познается в неверном (сомнительном) деле. Ennius. Fragm. trag. 428. (239 169 до Р.Х.) Ср. Cicero. Lælius. 17, 64. Ср. Pauci ex multis amici sunt homini, qui certi… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Только в беде — друга узнаешь — Только въ бѣдѣ друга узнаешь. Ср. Amicus certus in re incerta cernitur. Пер. Вѣрный другъ познается въ невѣрномъ (сомнительномъ) дѣлѣ. Ennius. (239 169 до Р. Х.) Fragm. trag. 428. Ср. Cicero. Lælius. 17, 64. Ср. Pauci ex multis amici sunt homini …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βραδύτητα — η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, ῆτος) αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης αρχ. βραδύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής ( ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο… …   Dictionary of Greek

  • κέστρος — Ονομασία ποταμού της Παμφυλίας κατά την αρχαιότητα, που βρισκόταν ανάμεσα στον Ευρυμέδοντα και τον Μαγόδο και πήγαζε από τα Σελγικά όρη. Είχε απεικονιστεί ως θεός σε νομίσματα της πόλης Πέργης. Ήταν πλωτός, όπως μαρτυρούν οι Πράξεις των Αποστόλων …   Dictionary of Greek

  • τραχίτης — ο, Ν βλ. τραχύτης …   Dictionary of Greek

  • τραχείτης — ο, Ν βλ. τραχύτης …   Dictionary of Greek

  • ԽՈՇՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0965 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 11c, 12c, 13c գ. τραχύτης, τὸ τραχύ asperitas. Անողարկութիւն. անհարթութիւն. Խոշորն գոլ ըստ ամենայն առման: Ըստ ՟ա. ... *Խտութիւն ընդ անհաւասարութեանխառնեալ՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”