- τρᾱχυ-όστρακος
τρᾱχυ-όστρακος, mit rauher, harter Schale, Arist. H. A. 4, 4 bei Ath. III, 88 a, Ggstz μαλακόστρακος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρᾱχυ-όστρακος, mit rauher, harter Schale, Arist. H. A. 4, 4 bei Ath. III, 88 a, Ggstz μαλακόστρακος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραχυόστρακος — και τραχεόστρακος, ον, Α αυτός που έχει τραχύ, σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ όστρακος, σκληρ όστρακος] … Dictionary of Greek