τραῦμα

τραῦμα

τραῦμα, τό, Wunde, Verletzung; Aesch. Ag. 840; Eur. oft; ἐπώδυνον, Ar. Ach. 1166; Plat. oft, τραύματα ἔλαβον Alc. I, 115 b, τυπτέσϑω ἄνευ τραυμάτων Legg. VIII, 845 d; Folgde; τραύμασι βιαίοις περιπεσεῖν, Pol. 2, 69, 1; auch vom Schiffe, 16, 4, 12; vgl. Her. 6, 16; u. vom ganzen Heere, Niederlage, Her. 1, 18. 4, 160; Schol. Thuc. 3, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τραῦμα — wound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… …   Dictionary of Greek

  • τραύμα — το, ατος 1. βλάβη του σώματος από εξωτερική βία, πληγή, λαβωματιά. 2. τραυματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραῦμ' — τραῦμα , τραῦμα wound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυμάτων — τραῦμα wound neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύμασι — τραῦμα wound neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύμασιν — τραῦμα wound neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύματα — τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύματι — τραῦμα wound neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύματος — τραῦμα wound neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωμάτων — τραῦμα wound neut gen pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”