- προ-σφίγγω
προ-σφίγγω, vorher binden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-σφίγγω, vorher binden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσφιγγόντων — πρό σφίγγω bind tight pres part act masc/neut gen pl πρό σφίγγω bind tight pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφίγγοντι — πρό σφίγγω bind tight pres part act masc/neut dat sg πρό σφίγγω bind tight pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιασφίγξαντες — πρό , διά σφίγγω bind tight aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιασφίγγω — Α σφίγγω γερά κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασφίγγω «σφίγγω γερά, δένω σφιχτά»] … Dictionary of Greek
γρόθος — και γρόνθος, ο (AM γρόνθος, Μ και γρόθος και γρόθθος) 1. η γροθιά 2. μέτρο μήκους μσν. το άκρο τού χεριού αρχ. πέτρα, προεξοχή στον τοίχο οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για νεώτερο σχηματισμό και παράλληλο τ. του πυξ «γροθιά» … Dictionary of Greek