τρίτος

τρίτος

τρίτος, der dritte, Hom. u. Hes. u. Folgde überall; τρίτος αὐτὸς ἦλϑεν, er ging selbdritter, d. i. mit zwei Andern, vgl. Od. 20, 185; – τρίτην ἡμέραν, vorgestern, Lob. Phryn. p. 323; – τρίτον, adv., drittens, zum dritten Male, τὸ τρίτον, od., wie Wolf schreibt, τοτρίτον, Il. 6, 186 u. öfter; Her. 1, 55 u. sonst; Plat. Prot. 351 d; ἔτι δὴ τὸ τρίτον λέγωμεν, Parm. 155 e; – τὰ τρίτα, sc. ἱερά, ein Todtenopfer, das am dritten Tage nach der Bestattung dargebracht wurde, τὰ τρίτα ποιεῖν, Isae. 2, 37; – auch sc. ἆϑλα, der dritte Kampfpreis; – τὰ τρίτα λέγειν τινί, unter Einem die dritte Rolle spielen, Dem. 19, 246.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίτος — third masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη …   Dictionary of Greek

  • τρίτος — η, ο αριθμ. τακτ. 1. που είναι μετά το δεύτερο και μπροστά από τον τέταρτο, ο τελευταίος από τρεις. 2. το αρσ. ως ουσ., τρίτος, ο πρόσωπο ξένο και άσχετο με αυτούς που ενδιαφέρονται για κοινή τους υπόθεση: Θα λύσει τη διαφορά μας τρίτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τῶν δύο μαχομένων ὁ τρίτος πρῶτος. — См. Двое плюются, третий потешается …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κάτω Τρίτος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 712 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, 16 χλμ. Δ της πόλης της Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • τρίτα — τρίτος third neut nom/voc/acc pl τρίτᾱ , τρίτος third fem nom/voc/acc dual τρίτᾱ , τρίτος third fem nom/voc sg (doric aeolic) τρίτᾱ , τριτάω when three days old pres imperat act 2nd sg τρίτᾱ , τριτάω when three days old imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίται — τρίτος third fem nom/voc pl τρίτᾱͅ , τρίτος third fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτον — τρίτος third masc acc sg τρίτος third neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτω — τρίτος third masc/neut nom/voc/acc dual τρίτος third masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτων — τρίτος third fem gen pl τρίτος third masc/neut gen pl τριτάω when three days old imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τριτάω when three days old imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτως — τρίτος third adverbial τρίτος third masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”