τρί-πους

τρί-πους

τρί-πους, ουν, gen. -ποδος, dreifüßig, dreibeinig; τρίποδας μὲν ὁδοὺς στείχει Aesch. Ag. 80, von dem Alten, der sich auf den Stab stützt; – gew. als subst., ὁ τρίπους, der Dreifuß, ein dreifüßiger, eherner Kessel, den man über das Feuer stellte und Wasser darin kochte; Od. 10, 359 Il. 18, 344; ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα 22, 443; dah. heißt er ἐμπυριβήτης, Il. 23, 702; τρίποδες ἄπυροι, 9, 122. 264, entweder die noch nicht am Feuer gebraucht sind, oder die wegen ihrer vorzüglich schönen Arbeit nur zur Zierde dienen, 18, 373 ff.; sie werden als Kampfpreise vertheilt, Il. 11, 700. 23, 264. 485. 513. 718, Hes. O. 659, u. dienen zu Ehrengeschenken, Il. 8, 290 Od. 13, 13. 15, 84; τριπόδεσσιν καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ ἐκόσμησαν δόμον Pind. I. 1, 19; ἀμφίπυρος Soph. Ai. 1384; später dienten sie bes. zu Weihgeschenken, die in den Tempeln der Götter, z. B. des Apollo zu Delphi als Denk- od. Siegeszeichen aufgestellt wurden; sie waren von kunstvoller Arbeit und zuweilen von edeln Metallen, Her. 8, 82 Thuc. 1, 132 Paus. 10, 13, 5; sie heißen ἀναϑηματικοί oder Δελφικοί, – Nach diesen hieß in Athen eine Straße οἱ τρίποδες. – Die delphische Priesterinn weissagte von einem Dreifuß, vgl. Eur. Or. 163. 954 Ion 91 u. öfter; dah. sprichwörtlich ὥςπερ ἐκ τρίποδος, wie vom delphischen Dreifuß, unfehlbar, zuversichtlich, Sp. – Auch ein Tisch mit drei Füßen, Xen. An. 7, 3, 21; vgl. Ath. II, 49. – Auch = drei Fuß lang, breit; τρ. τὸ εὖρος Her. 3, 60; γραμμή Plat. Men. 83 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …   Dictionary of Greek

  • Tripus coeliacus — Tri̱|pus coe|li̱a|cus [gr. τριπους = Dreifuß] m; : Bezeichnung für diejenige Stelle des ↑Truncus coeliacus, an der sich dieser in die drei Äste ↑Arteria gastrica sinistra, ↑Arteria hepatica communis, ↑Arteria lienalis teilt (Anat.) …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • триподия — ТРИПОДИ´Я [греч. τριποδία, от τρι в сложных словах три и πούς (корень ποδ) стопа] в античной метрике трехстопие, ритмическая группа из трех стоп в стихе …   Поэтический словарь

  • τετράποδος — η, ο / τετράποδος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τέσσερα πόδια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράποδα ζωολ. γενική ονομασία τών σπονδυλοζώων που φέρουν δύο ζεύγη ποδιών προσαρμοσμένων στη χερσαία μετακίνηση, σε αντιδιαστολή προς τα δίποδα νεοελλ. το …   Dictionary of Greek

  • τετράχρονος — η, ο / τετράχρονος, ον, ΝΑ (μετρ.) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χρόνους («τετράχρονος πους») νεοελλ. 1. ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, τετραετής («τετράχρονο παιδί») 2. αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια (α. «τετράχρονο πρόγραμμα» β. «τετράχρονη… …   Dictionary of Greek

  • τρίπεδος — ον, Α αυτός που έχει μήκος τριών ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πεδος (< πέζα* < *πεδ ja, δωρ. τ. τής λ. πους), πρβλ. ὀκτάπεδος] …   Dictionary of Greek

  • τριπόδης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το πέος αρχ. αυτός που φθάνει τους τρεις πόδες σε μήκος ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δε τρίπηχυν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”