- τρέξι
τρέξι, = ϑρέξομαι u. ϑρέξεται, sagt der Scythe Ar. Th. 1222. 1225.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρέξι, = ϑρέξομαι u. ϑρέξεται, sagt der Scythe Ar. Th. 1222. 1225.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρέξι — Α βαρβαρισμός στον Αριστοφ. αντί θρέξομαι και θρέξεται … Dictionary of Greek