τρέμω

τρέμω

τρέμω, nur im praes. u. impf. gebräuchlich, zittern, erzittern, beben; τρέμε δ' οὔρεα μακρὰ καὶ ὕλη ποσσὶν ὑπ' ἀϑανάτοισιν, Il. 13, 18; auch von einem leicht flatternden Gewande, 21, 507; bes. vor Furcht zittern, 10, 390 Od. 11, 527; von einem Trunkenen, Anacr. 1, 9; a. sp. D., wie Agath. 11 (V, 269). – Uebh. sich fürchten, τρέμω ἰδέσϑαι, Aesch. Spt. 401; κορᾶν ἃς τρέμομεν λέγειν, Soph. O. C. 128; τοῦτον Οἰδίπους πάλαι τρέμων τὸν ἄνδρ' ἔφευγε μὴ κτάνοι, O. R. 947; πόσιν τρέμουσα, Eur. Andr. 809; τρέμουσα κῶλα, Med. 1169; ἀνὴρ οὐ τρέμει τὰ πράγματα, Ar. Ach. 469, vgl. Equ. 265; u. in Prosa: περί τινος, Plat. Rep. VIII, 554 d; τὸ μέλλον, Parm. 137 a; Dem. u. Folgde, wie Luc. Tyrannic. 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρέμω — βλ. πίν. 1 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: τρέμω : με τη σημασία → αυτός που τρέμει απαντάται η μτχ. τρεμάμενος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρέμω — tremble pres subj act 1st sg τρέμω tremble pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… …   Dictionary of Greek

  • τρέμω — 1. αμτβ., ταράζομαι από αλλεπάλληλες μικρές κινήσεις, τουρτουρίζω, ανατριχιάζω: Τρέμουν τα χέρια του. – Τρέμει, όταν αηδιάζει. 2. ταράζομαι από φόβο, δειλιάζω: Τρέμω, όταν συλλογίζομαι το θάνατο. 3. αγωνιώ, ανησυχώ: Τρέμει για την υγεία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρέμον — τρέμω tremble pres part act masc voc sg τρέμω tremble pres part act neut nom/voc/acc sg τρέμω tremble imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρέμω tremble imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμετε — τρέμω tremble pres imperat act 2nd pl τρέμω tremble pres ind act 2nd pl τρέμω tremble imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμῃ — τρέμω tremble pres subj mp 2nd sg τρέμω tremble pres ind mp 2nd sg τρέμω tremble pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαφροτρέμω — τρέμω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + τρέμω] …   Dictionary of Greek

  • τρεμόντων — τρέμω tremble pres part act masc/neut gen pl τρέμω tremble pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμε — τρέμω tremble pres imperat act 2nd sg τρέμω tremble imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέμει — τρέμω tremble pres ind mp 2nd sg τρέμω tremble pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”