τράγινος, vom Bocke, Eryc. 7 (IX, 558).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τράγινος — η, ον, Α τραγήσιος, τράγειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
τραγίνους — τράγινος of a he goat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)