τράφος

τράφος

τράφος, , dor. = τάφρος, Tabul. Heracl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τράφος — Μικρό νησί στη νοτιότερη ακτή της Κρήτης, κοντά στον κόλπο Καλοί Λιμνιώνες. * * * ο / τράφος, ἡ, ΝΜΑ τάφρος νεοελλ. 1. ανάχωμα κατά μήκος τάφρου από το χώμα που έχει εκσκαφεί 2. περίβολος από πέτρες χωρίς κονίαμα, ξερολιθιά 3. (στον Ερωτόκρ.)… …   Dictionary of Greek

  • τράφος — ο 1. συσσώρευση χώματος στο μήκος του χαντακιού. 2. φράχτης από ξερολιθιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τάφρος — Μακρουλό άνοιγμα μέσα στο έδαφος που δεν είναι σκεπασμένο. Οι τ. κατασκευάζονται για διάφορους σκοπούς και ανάλογα με τον προορισμό τους παίρνουν και το όνομά τους. τ. ερευνητικές. Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναγνώριση και διαπίστωση ότι κάποια …   Dictionary of Greek

  • Liste kretischer Inseln —  Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder …   Deutsch Wikipedia

  • Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

  • μυλότραφος — και μυλόταρφος, ὁ (Μ) τάφρος που βρίσκεται κοντά σε μύλο και τόν τροφοδοτεί με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + τράφος «τάφρος». Ο τ. πιθ. κατά παραδρομή] …   Dictionary of Greek

  • περίτραφος — ο, Ν τάφρος που περιβάλλει αγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τράφος, άλλος τ. τού τάφρος] …   Dictionary of Greek

  • dhrebh- —     dhrebh     English meaning: to crush, grind     Deutsche Übersetzung: “zerbrechen, zermalmen”     Material: Goth. gadraban “cut out, λατομεῖν”; O.N. draf n., O.E. dræf n. “offal”, O.N. drafna “ separate in small parts “, blōÞ drefjar m. “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”