τράπεζα

τράπεζα

τράπεζα, (von den Alten entweder von τρίπεζα od. von τετράπεζα abgeleitet, je nachdem man Tische von drei oder vier Füßen annahm; Letzteres ist wahrscheinlicher), der Tisch, die Tafel; bes. – 1) der Eßtisch; oft bei Hom., bei dem jeder Gast seinen eigenen Tisch vor sich hat, Od. 17, 333. 447. 22, 74; ξενίη τράπεζα, der gastliche Tisch, an dem der Gast freundliche Aufnahme findet, als Symbol des Gastrechts so heilig geachtet, daß man dabei schwor, Od. 14, 158. 21, 28 u. sonst; ᾔσχυνε ξενίαν τράπεζαν κλοπαῖσι γυναικός, Aesch. Ag. 390. – Auch das, was auf den Tisch gesetzt wird, das Essen selbst; Her. 1, 162; τράπεζαν Περσικὴν παρετίϑετο, Thuc. 1, 130, etwa »er führte einen persischen Tisch«; Συρακοσία, Plat. Rep. III, 404 d; Xen. verbindet ἀποδίδωμι τοὺς φίλους καὶ τοὺς ϑεράποντας καὶ τράπεζαν, σὺν οἵᾳπερ ἐζῆτε, Cyr. 2, 2, 26; τράπεζαν ἐν τοῖς μαζοῖς οὖσαν, Ach. Tat. 1, 10. – 2) der Wechslertisch; denn die Wechsler der Alten trieben ihr Geschäft auf einem Tische auf dem Markte; τράπεζαν κατασκευάζεσϑαι, eine Wechselbank anlegen, Is. frg. 2, 3; ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν, Plat. Apol. 17 c; τραπέζης ἀνασκευασϑείσης, eigtl., nachdem der Tisch abgebrochen, d. i. nachdem er Bankerott gemacht hatte, Dem. 33, 9; ἀποστερῆσαι τὸ ἐπὶ τὴν τράπεζαν χρέος, ib. 24; τὴν τράπεζαν ἀνατρέπειν, Andoc. 1, 130; ἡ δημοσία τρ., Inscr. 123. – 3) übh. Tafel, Fläche, auf der Etwas ruht, z. B. der Stuhl, in welchem das Untertheil des Mastbaumes steht; der Ort, auf welchem die Sklaven zum Verkauf ausstehen, Sp. – Der viereckig behauene Leichenstein, Plut. X oratt. 4 p. 241. – Der Altar, Greg. Naz. epigr. (VIII, oft). – Auch ein Theil der Leber, Nic. Ther. 560; Polyaen. 4, 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τραπέζα — τραπέζᾱ , τράπεζα table fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπέζᾳ — τραπέζᾱͅ , τράπεζα table fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — table fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — η 1. έπιπλο με τέσσερα πόδια, τραπέζι. 2. επιχείρηση που εμπορεύεται το χρήμα δανείζοντας και παίρνοντας δάνεια για κέρδος: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. 3. οριζόντιο στρώμα πετρωμάτων σε μεγάλη έκταση. 4. ως κύρ. όν., Τράπεζα αστερισμός στο νότιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κεντρική Τράπεζα — Τράπεζα στην οποία έχει ανατεθεί με μονοπωλιακή μορφή από το κράτος η έκδοση χαρτονομίσματος. Ονομάζεται και Εκδοτική. Για την Κ.Τ. της Ευρωπαïκής Ένωσης, βλ. λ. Ευρωπαïκή Κεντρική Τράπεζα …   Dictionary of Greek

  • Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… …   Dictionary of Greek

  • Στρογγυλή Τράπεζα — Η τράπεζα του βασιλιά Αρθούρου, που είχε κυκλικό σχήμα, για να μην έχει κανένας από τους ιππότες που καθόταν σ’ αυτήν την πρωτοκαθεδρία. Ο μύθος για την τράπεζα αυτή είναι ουαλλικής, βρετανικής ή ιρλανδικής προέλευσης και αποτελεί κατάλοιπο της… …   Dictionary of Greek

  • Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — (ΕΚΤ). Χρηματοοικονομικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Η ΕΚΤ χαράσσει και θέτει σε εφαρμογή την νομισματική πολιτική για τις χώρες της ΕΕ, οι οποίες συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ και εκδίδει τα χαρτονομίσματά του. Η ΕΚΤ και οι κεντρικές… …   Dictionary of Greek

  • Παρατίθου τράπεζα. — παρατίθου τράπεζα. См. Скатерть самобранка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”