- τράπεσδα
τράπεσδα, ἡ, dor. = τράπεζα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τράπεσδα, ἡ, dor. = τράπεζα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τράπεσδα — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. τράπεζα … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek