- τρηχώ
τρηχώ, οῠς, ἡ, eine rauhe, steinige, felsige Gegend, Nic. Ther. 283. Vgl. τραχών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρηχώ, οῠς, ἡ, eine rauhe, steinige, felsige Gegend, Nic. Ther. 283. Vgl. τραχών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρήχω — Α είμαι τραχύς, είμαι ανώμαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. τ. τρήχω είναι υστερογενώς σχηματισμένος ώστε να αντιστοιχεί στον αρχ. παρακμ. τέτρηχα τού ρ. ταράσσω*] … Dictionary of Greek
τρηχώ — –οῡς, ἡ, Α (αμφβλ. αν.) τραχύς και πετρώδης τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρηχύς, ιων. τ. τού τραχύς* + επίθημα ώ (πρβλ. λεχ ώ)] … Dictionary of Greek
Τρήχω — Τρή̱χω , Τρῆχος masc nom/voc/acc dual Τρή̱χω , Τρῆχος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)