- τρηχαλέος
τρηχαλέος, ion. statt des ungebr. τραχαλέος, p. statt τρηχύς; oft Anth., ἀκόνη P. Sil. 50 (VI, 64), βάτος Agath. 25 (V, 292).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρηχαλέος, ion. statt des ungebr. τραχαλέος, p. statt τρηχύς; oft Anth., ἀκόνη P. Sil. 50 (VI, 64), βάτος Agath. 25 (V, 292).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρηχαλέος — α, ον, Α (ποιητ. τ. αντί τρηχύς) τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρηχύς, ιων. τ. τού τραχύς + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] … Dictionary of Greek
τρηχαλέαις — τρηχαλέος fem dat pl τρηχαλέᾱͅς , τρηχαλέος fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηχαλέον — τρηχαλέος masc acc sg τρηχαλέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηχαλέη — τρηχαλέος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηχαλέην — τρηχαλέος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηχαλέης — τρηχαλέος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηχαλέοι — τρηχαλέος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηχαλέοις — τρηχαλέος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηχαλέοισιν — τρηχαλέος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηχαλέου — τρηχαλέος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηχαλέων — τρηχαλέος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)