- τρηχύς
τρηχύς, εῖα, ύ, ion. = τραχύς, Hom., Hes. u. Her.; auch Ar. Pax 1052.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρηχύς, εῖα, ύ, ion. = τραχύς, Hom., Hes. u. Her.; auch Ar. Pax 1052.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρηχύς — εία, ύ, Α ιων. τ. βλ. τραχύς … Dictionary of Greek
τρηχύς — τραχύς jagged masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek
τρηχαλέος — α, ον, Α (ποιητ. τ. αντί τρηχύς) τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρηχύς, ιων. τ. τού τραχύς + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
παλίγκοτος — παλίγκοτος, ον (Α) 1. (για νέα έκρηξη πάθους) κακός, επίμονος (α. «πῆμα θνάσκει παλίγκοτον», Πίνδ. β. «κληδόναι παλίγκοτοι» επιβλαβείς φήμες, Αισχύλ.) 2. (για πρόσ.) δυσμενής, εχθρικός («ἄγριος εἶ, πρὸς πάντα παλίγκοτος ἠδ ὑπερόπτης», Θεόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β … Dictionary of Greek
τρηχώ — –οῡς, ἡ, Α (αμφβλ. αν.) τραχύς και πετρώδης τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρηχύς, ιων. τ. τού τραχύς* + επίθημα ώ (πρβλ. λεχ ώ)] … Dictionary of Greek
υπότραχυς — και ιων. τ. ὑπότρηχυς, υ, Α [τραχύς / τρηχύς] 1. ο κάπως τραχύς 2. ο κάπως εξερεθισμένος, εξοργισμένος … Dictionary of Greek
dher-1, dherǝ- — dher 1, dherǝ English meaning: a kind of deposit or dreg Deutsche Übersetzung: in kons. extensions “trũber Bodensatz einer Flũssigkeit, also allgemeiner von Schmutz, Widerlichkeit, von quatschigem weather, von trũben Farbentönen… … Proto-Indo-European etymological dictionary