- τροπιδεῖον
τροπιδεῖον, τό, = τροπίς, Kiel, Plat. Legg. VII, 803 a, καταβάλλεσϑαι, nach bessern mss., vulg. τροπίδια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροπιδεῖον, τό, = τροπίς, Kiel, Plat. Legg. VII, 803 a, καταβάλλεσϑαι, nach bessern mss., vulg. τροπίδια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροπιδείον — τὸ, Α 1. τρόπιδα, καρίνα 2. φρ. «τροπιδεῑα καταβάλλομαι» τοποθετώ την τρόπιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα εῖον (πρβλ. φορ εῖον)] … Dictionary of Greek
τροπιδεῖα — τροπιδεῖον the keel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)