τραγ-ῳδός

τραγ-ῳδός

τραγ-ῳδός, , eigtl. der Bockssänger, d. i. der tragische Dichter und Sänger, welches ursprünglich eine und dieselbe Person war; vgl. über den Ursprung des Namens τραγῳδία. – Als die Dichter aufhörten, selbst mitzuspielen, verstand man unter τραγῳδός den tragischen Schauspieler, von dem man den Dichter durch τραγῳδοποιός unterschied, Ammon. p. 86; s. Plat. Rep. III, 395 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιλαρωδός — ἱλαρῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + ῳδός (< ῳδός, συνηρ. τ. τού ἀοιδός «τραγουδιστής»), πρβλ. μελ ωδός, τραγ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • μαγωδός — μαγῳδός, ὁ (Α) κωμικός ηθοποιός, μίμος που φορούσε γυναικεία ρούχα και υποδυόταν άσεμνους τύπους με τη συνοδεία κυμβάλων και τυμπάνων κατά τη μαγῳδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαγ(αδ) ῳδός (με απλολογία, πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς) > μάγαδις*… …   Dictionary of Greek

  • θεσμωδός — θεσμῳδός, ὁ (Α) αυτός που χορηγεί θεσμούς, αυτός που καθιερώνει νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγ ῳδός, χορ ῳδός] …   Dictionary of Greek

  • θεσπιωδός — θεσπιῳδός και ποιητ. τ. θεσπιαοιδός, ὸν (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που άδει μαντικά, που προφητεύει 2. φρ. «θεσπιῳδόν φόβον» φόβο που προκαλείται από δυσοίωνη προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγ ῳδός, χορ ῳδός] …   Dictionary of Greek

  • κωμωδός — ο (Α κωμῳδός) ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες («ἵνα δὲ μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾱγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῑν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που προκαλεί το γέλιο με διάφορα μέσα 2. αυτός που εμφανίζει προσποιητά αισθήματα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • λυρωδός — λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ ωδός, τραγ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • λυσιωδός — λυσιῳδός, ὁ (Α) 1. αυτός που υποκρίνεται στο θέατρο γυναικείους ρόλους με ανδρική περιβολή 2. αυτός που γράφει ωδές για τέτοιους υποκριτές 3. φρ. «λυσιῳδοί αὐλοί» οι αυλοί που συνοδεύουν τέτοιου είδους ωδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + ῳδός (< ᾠδή) …   Dictionary of Greek

  • μελωδός — ο, η (ΑM μελῳδός, όν) ως ουσ. 1. αοιδός, τραγουδιστής 2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του 2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός …   Dictionary of Greek

  • μουσωδός — μουσῳδός, όν (Α) μελωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγ ῳδός] …   Dictionary of Greek

  • μυθωδός — μυθῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά μύθους, παραμύθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλωδός — όν, Α (κυρίως ως προσωνυμία τής Σφιγγός) αυτός που τραγουδά αινιγματικά ή και δελεαστικά άσματα («ἡ ποικιλωδὸς Σφίγξ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγ ωδός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”