τραγηματίζω

τραγηματίζω

τραγηματίζω, Arist. eth. 10, 5, u. gew. τραγηματίζομαι, Nachtisch, Naschwerk essen, naschen, Men. bei Ath. IV, 172 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τραγηματίζω — eat pres subj act 1st sg τραγηματίζω eat pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγηματίζω — Α [τράγημα, τραγήματος] τρώω τραγήματα …   Dictionary of Greek

  • τραγηματίζουσιν — τραγηματίζω eat pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τραγηματίζω eat pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγηματίζειν — τραγηματίζω eat pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγηματίζεσθαι — τραγηματίζω eat pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγηματίζεται — τραγηματίζω eat pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγηματίζοντες — τραγηματίζω eat pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτραγηματίζω — ἐπιτραγηματίζω (Α) προσφέρω κατά το γεύμα ως επιδόρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραγηματίζω (< τράγημα «επιδόρπιο» < θ. τραγ (πρβλ. τραγ ανός τραγ είν, τρώγ ω)] …   Dictionary of Greek

  • τραγηματισμός — ὁ, Α [τραγηματίζω] το να τρώει κανείς τραγήματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”