- τραγο-πώγων
τραγο-πώγων, ωνος, ὁ, Bocksbart, eine Pflanze, auch Haferwurzel genannt, Theophr., Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραγο-πώγων, ωνος, ὁ, Bocksbart, eine Pflanze, auch Haferwurzel genannt, Theophr., Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυπώγων — εὐρυπώγων, ωνος, ὁ (Μ) αυτός που έχει πλατιά, μεγάλη γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πώγων (< πώγων), πρβλ. τραγο πώγων, χαλκο πώγων] … Dictionary of Greek
λειοπώγω — λειοπώγων, ονος, ὁ (Μ) αυτός που έχει λείο πιγούνι, που δεν έχει γένια, αγένειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. βαθυ πώγων, τραγο πώγων)] … Dictionary of Greek
μακροπώγων — ο (Α μακροπώγων, ωνος) αυτός που έχει μακριά γενειάδα, μακρογένης αρχ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μακροπώγωνες ονομασία αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) *… … Dictionary of Greek
χαλκοπώγων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χαλκόχρωμο πώγωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πώγων (πρβλ. δασυ πώγων, τραγο πώγων)] … Dictionary of Greek
κυανοπώγων — ο 1. αυτός που έχει μαύρη γενειάδα 2. προσωνυμία τού Λανδρύ, τού Γάλλου δολοφόνου, ο οποίος παντρευόταν τα θύματά του, τά δολοφονούσε και τά εξαφάνιζε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. τραγο πώγων). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν … Dictionary of Greek
τραχυπώγων — ωνος, ὁ, Μ (για τράγο) αυτός που έχει τραχύ πώγωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + πώγων (< πώγων, ωνος), πρβλ. δασυ πώγων. οξυπώγων] … Dictionary of Greek