- τριᾱκοντα-ετής
τριᾱκοντα-ετής, ές, dreißigjährig, σπονδαί Thuc. 5, 14, v. l. S. τριακοντούτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριᾱκοντα-ετής, ές, dreißigjährig, σπονδαί Thuc. 5, 14, v. l. S. τριακοντούτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριακονταετής — ές, και τριακονταετής, ες, θηλ. και τριακονταέτις, ιδος, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονταέτης, ες, και τριακοντέτης, ες, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ετών (α. «τριακονταετής πόλεμος» β. «σπονδαί... τριακονταετεῖς», Ξεν.) 2. (ως επίθ. και ως ουσ … Dictionary of Greek
τριακοντοέτης — ες, Α βλ. τριακονταετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + έτης (< ἔτος)] … Dictionary of Greek
τριακοντούτης — ες / τριακοντούτης, οῡτες, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. τριακοντούτις Ν, και τριακονταέτηρος, ον, Μ, και τ. θηλ. τριακοντοῦτις, ούτιδος, Α ο τριακονταετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντοέτης < τριάκοντα + ετης (< ἔτος), με συναίρεση τού ληκτικού… … Dictionary of Greek
πεντεκαιτριακοντούτης — ες, Α αυτός που έχει ηλικία τριάντα πέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί τριάκοντα «τριάντα πέντε» + ετης (< ἔτος), με συναίρεση τού ληκτικού α τού α συνθετικού και τού αρκτικού ε τού β συνθετικού (πρβλ. ογδοηκοντ ούτης)] … Dictionary of Greek