- προ-στέγιον
προ-στέγιον, τό, Vordach, Vorhalle, Vorraum vor der Thür, ἐν τῷ προστεγίῳ τῆς ϑύρας ἐκάϑευδεν, Plut. Caes. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-στέγιον, τό, Vordach, Vorhalle, Vorraum vor der Thür, ἐν τῷ προστεγίῳ τῆς ϑύρας ἐκάϑευδεν, Plut. Caes. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προστέγιον — και προτέγιον, τὸ, Α το προστέγασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στέγη + επίθημα ιον (πρβλ. ὑπο στέγιον)] … Dictionary of Greek