τριβή

τριβή

τριβή, , das Reiben, Abreiben, Beschädigen, κτεάνων Aesch. Ch. 931. – Gew. übertr., die Uebung, durch Uebung erlangte Geschicklichkeit, Sp. – Das Betreiben einer Sache, die Beschäftigung womit; οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ' ἄτεχνος τριβή, ein kunstloses Treiben, Plat. Phaedr. 260 e, der ἐμπειρία καὶ τριβή der τέχνη entggstzt, ib. 270 b, vgl. Gorg. 463 b; Xen. An. 5, 6, 15, Uebung; τὰ μὲν ἐκ τριβῆς, τὰ δ' ἐξ ἱστορίας, τὰ δὲ κατ' ἐμπειρίαν μεϑοδικὴν ϑεωρεῖται, Pol. 9, 14, 1; auch τριβὴν ἔχειν ἐν τοῖς πολεμικοῖς, 1, 32, 1; auch Sorge, φίλον Ὀρέστην, τῆς ἐμῆς ψυχῆς τριβήν, Aesch. Ch. 738. – Aufschub, Verweilen, auch Unterhaltung, Zeitvertreib; Aesch. Prom. 642; μὴ τριβὰς ἔτι, Soph. Ant. 573; οὐ μακροῦ χρόνου τριβή, 1065, vgl. O. R. 1160; βίος οὐκ ἄχαρις εἰς τὴν τριβήν, Ar. Av. 156, vgl. Ach. 363; τριβῆς ἕνεκα καὶ ἀνακωχῆς, Thuc. 8, 87; χρόνου τριβή, Länge der Zeit, Plat. Rep. VI, 493 b; τριβὴν λαμβάνει ὁ πόλεμος, Pol. 1, 20, 9, er wird in die Länge gezogen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριβή — rubbing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… …   Dictionary of Greek

  • τριβή — η 1. η τρίψη, το τρίψιμο. 2. η αντίσταση που συναντά ένα σώμα όταν κινείται σε επαφή με ένα άλλο. 3. η φθορά από την τριβή, φάγωμα, λιώσιμο: Έμεινε μισό από την τριβή. 4. μτφ., εμπειρία από την άσκηση, η πείρα: Έχει τριβή σ αυτά τα θέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριβῇ — τρίβω rub aor subj pass 3rd sg τριβῆι , τριβεύς rubber masc dat sg (epic ionic) τριβή rubbing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίβῃ — τρί̱βῃ , τρίβω rub pres subj mp 2nd sg τρί̱βῃ , τρίβω rub pres ind mp 2nd sg τρί̱βῃ , τρίβω rub pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβῆι — τριβῇ , τρίβω rub aor subj pass 3rd sg τριβεύς rubber masc dat sg (epic ionic) τριβῇ , τριβή rubbing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβαῖς — τριβή rubbing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβαί — τριβή rubbing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβᾷ — τριβή rubbing fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβήν — τριβή rubbing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβῶν — τριβή rubbing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”