- προ-στοιβάζω
προ-στοιβάζω, = στοιβάζω πρό, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-στοιβάζω, = στοιβάζω πρό, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προστοιβάζουσιν — πρό στοιβάζω pile pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρό στοιβάζω pile pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστοιβασθέντι — πρό στοιβάζω pile aor part pass masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασωρεύω — Α συσσωρεύω, στοιβάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασωρεύω «συσσωρεύω, στοιβάζω»] … Dictionary of Greek
προσάσσω — Α στοιβάζω εκ τών προτέρων («προεσάξαντο σιτία ἐτέων κάρτα πολλῶν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σάσσω «στοιβάζω»] … Dictionary of Greek
προνέω — (I) Α συσσωρεύω, στοιβάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νέω «συσσωρεύω»]. (II) Α προνήχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νέω «πλέω, κολυμπώ»] … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek