τρι-γέννητος

τρι-γέννητος

τρι-γέννητος, dreimal, dreifach geboren, Lycophr. 519, gekünstelt statt τριτογένεια.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριγέννητος — ον, Α (για την Αθηνά) αυτή που γεννήθηκε τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γέννητος (< γεννῶ), πρβλ. ἀ γέννητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”