- τριχό-βρως
τριχό-βρως, ωτος, od. richtiger τριχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, Haare fressend, Motten, Ar. Ach. 1076; vgl. Poll. 2, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριχό-βρως, ωτος, od. richtiger τριχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, Haare fressend, Motten, Ar. Ach. 1076; vgl. Poll. 2, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οινοβρώς — οἰνοβρώς ῶτος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που τρώγεται με κρασί ή που έχει γεύση κρασιού 2. διαποτισμένος με κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βρώς (< βι βρώσκω «τρώω»), πρβλ. τριχο βρώς] … Dictionary of Greek