- τριτο-γένεια
τριτο-γένεια, ἡ, s. nom. pr.; Pythagoras nannte so die Zahl drei, auch das gleichseitige Dreieck, Plut. de Is. et Os. 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριτο-γένεια, ἡ, s. nom. pr.; Pythagoras nannte so die Zahl drei, auch das gleichseitige Dreieck, Plut. de Is. et Os. 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιογένεια — οἰογένεια, ἡ (Α) μοναχοκόρη, μονογενής θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + γένεια (< γενής < γένος), πρβλ. ευ γένεια, τριτο γένεια] … Dictionary of Greek
Τριτωνίς — ίδος, ή Α 1. προσωνυμία τής θεάς Αθηνάς 2. ονομασία λίμνης στη Λιβύη 3. ονομασία πηγής στην Αρκαδία 4. ως προσηγ. παράσταση τού Τρίτωνος σε κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., με σημ. «παράσταση τού Τρίτωνος σε κόσμημα», καθώς και ως ονομ. λίμνης στη Λιβύη… … Dictionary of Greek
τριτογένεια — Επίθετο που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στη θεά Αθηνά, γιατί τη θεωρούσαν κόρη της Τριτωνίδας λίμνης. Κατά την παράδοση, η Αθηνά ήταν προστάτιδα των νερών, και γι’ αυτό τον λόγο βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση … Dictionary of Greek