- τρι-σώματος
τρι-σώματος, dreileibig, drei Leiber habend; Γηρυών Aesch. Ag. 844; vgl. Eur. Herc. Fur. 423; von der Chimära, Ion 204; κύων, Herc. Fur. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-σώματος, dreileibig, drei Leiber habend; Γηρυών Aesch. Ag. 844; vgl. Eur. Herc. Fur. 423; von der Chimära, Ion 204; κύων, Herc. Fur. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσώματος — η, ο (Α εὐσώματος, ον) αυτός που έχει υγιές, εύρωστο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώματος (< σώμα), πρβλ. απαλο σώματος, ηδυ σώματος, τρι σώματος] … Dictionary of Greek
λειοσώματος — λειοσώματος, ον (Α) (για ζώα, ιδίως ψάρια) αυτός που έχει λείο, γλιστερό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + σώματος(< σῶμα), πρβλ. απαλο σώματος, τρι σώματος] … Dictionary of Greek
τρισώματος — η, ο / τρισώματος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει τρία σώματα, τρεις κορμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σώματος (< σῶμα, ατος), πρβλ. ἀ σώματος] … Dictionary of Greek
τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
τριέλκων — ο, Ν (λόγ. τ.) τρίχηλη χειρουργική λαβίδα για εξαγωγή ξένου σώματος από τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + έλκω] … Dictionary of Greek
τρικέφαλος — η, ο / τρικέφαλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρία κεφάλια νεοελλ. φρ. «τρικέφαλος μυς» (ανατ. φυσιολ.) ονομασία δύο μυών τού ανθρώπινου σώματος, τού τρικέφαλου βραχιονίου και τού τρικέφαλου κνημιαίου, οφειλόμενη στην τριπλή έκφυσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
τριπλός — ή, ό / τριπλοῡς, ῆ, oῡv, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τριπλούς, ή, ούν, Ν, και τριπλόος, η, ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία μέρη ή αυτός που επαναλαμβάνεται τρεις φορές (α. «τριπλό χτύπημα» β. «ξένοι ποτὲ λησταί φονεύουσ ἐν τριπλαῑς ἁμαξιτοῑς», Σοφ. γ … Dictionary of Greek