- τρι-πρός-ωπος
τρι-πρός-ωπος, 1) mit drei Angesichtern, Ἑκάτη, Ath. VI, 325 d. – 2) von drei Personen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-πρός-ωπος, 1) mit drei Angesichtern, Ἑκάτη, Ath. VI, 325 d. – 2) von drei Personen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek