- τραχηλο-κάκη
τραχηλο-κάκη, ἡ, Halseisen, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραχηλο-κάκη, ἡ, Halseisen, Nicet.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχιαρθροκάκη — η ονομασία για τη φυματίωση τής άρθρωσης τού ισχίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχιο + αρθρο κάκη (< ἄρθρον «άρθρωση» + κάκη (< κακός), πρβλ. στομα κάκη, τραχηλο κάκη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coxotuberculose] … Dictionary of Greek
στομακάκη — και στομοκάκη, ἡ, Α νόσημα τού στόματος και κυρίως τών ούλων που προκαλεί πτώση όλων τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κάκη (< κακός), πρβλ. τραχηλο κάκη] … Dictionary of Greek