τραυματίζω

τραυματίζω

τραυματίζω, verwunden; τετραυματισμένον γὰρ ὡς κύων νεβρὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 237; Eur. Bacch. 762; Thuc. 4, 12. 129; τετραυματίκασι, Dem. 18, 155. Ion. τρωματίζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τραυματίζω — pres subj act 1st sg τραυματίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίζω — τραυματίζω, τραυμάτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τραυματίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίζω Α [τραῡμα, τραύματος] χτυπώ κάποιον ώστε να τού προκαλέσω τραύμα, πληγώνω, λαβώνω νεοελλ. μτφ. επιφέρω ψυχικό πλήγμα, στενοχωρώ ή ταπεινώνω κάποιον («η σκληρή συμπεριφορά του μπορεί να τραυματίσει την προσωπικότητα τού… …   Dictionary of Greek

  • τραυματίζω — τραυμάτισα, τραυματίστηκα, τραυματισμένος (κυριολ. και μτφ.), προκαλώ τραύμα, πληγώνω, λαβώνω: Τραυματίστηκε στη μάχη. – Τα λόγια σου με τραυμάτισαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετραυματισμένα — τραυματίζω perf part mp neut nom/voc/acc pl τετραυματισμένᾱ , τραυματίζω perf part mp fem nom/voc/acc dual τετραυματισμένᾱ , τραυματίζω perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίζετε — τραυματίζω pres imperat act 2nd pl τραυματίζω pres ind act 2nd pl τραυματίζω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίζῃ — τραυματίζω pres subj mp 2nd sg τραυματίζω pres ind mp 2nd sg τραυματίζω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίσει — τραυματίζω aor subj act 3rd sg (epic) τραυματίζω fut ind mid 2nd sg τραυματίζω fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίσουσι — τραυματίζω aor subj act 3rd pl (epic) τραυματίζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τραυματίζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυματίσῃ — τραυματίζω aor subj mid 2nd sg τραυματίζω aor subj act 3rd sg τραυματίζω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτραυματίσθην — τραυματίζω plup ind mp 3rd dual τραυματίζω aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) τραυματίζω aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”