- τραπεζο-κόμος
τραπεζο-κόμος, den Tisch besorgend, deckend, bei Tische aufwartend; Diog. L. 9, 80; Plut. Symp. 1, 2, 2; Ath. IV, 170 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραπεζο-κόμος, den Tisch besorgend, deckend, bei Tische aufwartend; Diog. L. 9, 80; Plut. Symp. 1, 2, 2; Ath. IV, 170 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερνοκόμος — ἐρνοκόμος, ὁ (Α) αυτός που φροντίζει, που περιποιείται τα νεαρά φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. έρνος «νεαρό φυτό» + «κόμος (< κομώ «φροντίζω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ιππο κόμος τραπεζο κόμος)] … Dictionary of Greek
θηροκόμος — θηροκόμος, ον (Α) 1. αυτός που τρέφει και περιποιείται άγρια ζώα 2. (ειδ.) αυτός που συντηρεί καμήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κομος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. δασο κόμος, τραπεζο κόμος] … Dictionary of Greek
ιπποκόμος — ο (Α ἱπποκόμος) αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή διατροφή και συντήρηση ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», Πλάτ.) νεοελλ. στρατιώτης που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τόν… … Dictionary of Greek