τραπεζότης

τραπεζότης

τραπεζότης, , das Abstractum von τράπεζα, gleichsam die Tischheit, D. L. 6, 53.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τραπεζότης — table nature fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζότητα — τραπεζότης table nature fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεττιγότης — ητος, ἡ, Α η ιδιότητα τού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + κατάλ. της* κατά τα ποδότης, τραπεζότης] …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”