- τρωγλο-δύω
τρωγλο-δύω, in Höhlen schlüpfen, darin wohnen od. sich darin verstecken, partic., Batrach. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρωγλο-δύω, in Höhlen schlüpfen, darin wohnen od. sich darin verstecken, partic., Batrach. 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμοδύτης — ο (Α καλαμοδύτης) είδος πτηνού που ζει στους καλαμιώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. αμμο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
καπηλοδύτης — καπηλοδύτης, ὁ (Α) αυτός που σύχναζε σε καπηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
λωποδύτης — ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης) επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι») αρχ. 1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους… … Dictionary of Greek
πορνοδύτης — ὁ, Α αυτός που συχνάζει στα πορνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
σισυρνοδύτης — ὁ, Α ντυμένος με σίσυρνα*, με κάπα ή γούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίσυρνα, άλλος τ. τού σισύρα «κάπα» + δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. ῥακο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
ταβερνοδύτης — ὁ, Α θαμώνας πορνείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καπηλειό» + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
χηραμοδύτης — ου, ὁ, Α αυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek