προς-νήχω

προς-νήχω

προς-νήχω, gew. med. προςνήχομαι, = Vorigem, Plut. Mar. 37 Ant. 29 u. a. Sp. – Auch vom Wasser, anspülen, anschlagen, προςένᾱχε ἡ ϑάλασσα, Theocr. 21, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… …   Dictionary of Greek

  • νάω — (Α) 1. ρέω 2. (το παθ.) νάομαι ποτίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναF yω ή ναF ω. Συνδέεται με τα αρχ. ινδ. snauti «αφήνω να κυλήσει», snuta «ρευστός». Απίθανη είναι η συγγένειά του με τα νέω, νήχω. Οι τ. με ᾱ θα πρέπει να σχηματίστηκαν αναλογικά προς τα… …   Dictionary of Greek

  • νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”