- τρυγήτρια
τρυγήτρια, ἡ, fem. von τρυγητήρ, die in der Ernte od. Weinlese arbeitet, die Winzerinn; Dem. 57, 45 führt an, daß Bürgerinnen τιτϑαὶ καὶ ἔριϑοι καὶ τρυγήτριαι γενόνασιν, für Lohn, aus Armuth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυγήτρια, ἡ, fem. von τρυγητήρ, die in der Ernte od. Weinlese arbeitet, die Winzerinn; Dem. 57, 45 führt an, daß Bürgerinnen τιτϑαὶ καὶ ἔριϑοι καὶ τρυγήτριαι γενόνασιν, für Lohn, aus Armuth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρυγήτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγήτρια — η, ΝΑ βλ. τρυγητής … Dictionary of Greek
τρυγήτριαι — τρυγήτρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγητής — Άλλη ονομασία του Σεπτεμβρίου, μήνα στον οποίο γίνεται η συγκομιδή των σταφυλιών, ο τρύγος. Ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος από τους αρχαίους Ρωμαίους στον θεό Ήφαιστο, προς τιμήν του οποίου γιόρταζαν τα Βουλκανάλια. Ανάλογη γιορτή είχαν και οι… … Dictionary of Greek