προς-έοικα

προς-έοικα

προς-έοικα (s. ἔοικα), perf. mit Präsensbdtg vom ungebr. προςείκω, att. auch προςεῖκα, inf. προςεικέναι, Eur. Bacch. 1276 Ar. Eccl. 1161, – ähnlich sein, λέοντι, Eur. a. a. O.; προςέοικέ τι δικαιοσύνη ὁσιότητι, Plat. Prot. 331 d; εἰρήνῃ, Isocr. 4, 182, u. öfter; Dem. 20, 157 u. Folgde; so auch perf. pass. προςήϊξαι, Eur. Alc. 1063; – τὰ προςεικότα, das Geziemende, Soph. Phil. 891 El. 608.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • είκελος — εἴκελος, η, ον (Α) όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ομηρ. είκελος εμφανίζει παράλληλο τύπο ίκελος* «όμοιος» που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *weik «αληθεύω, ομοιάζω» τών ρημάτων εικάζω*, έοικα*. Το ει τού τύπου είκελος ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός προς… …   Dictionary of Greek

  • επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα …   Dictionary of Greek

  • μενοεικής — μενοεικής, ές (Α) 1. (συν. για τροφή) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, ικανοποιητικός, ευάρεστος («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», Ομ. Οδ.) 2. άφθονος, αρκετός («μενοεικέα ὕλην» άφθονα ξύλα, Ομ. Ιλ.) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • παρέοικα — ΜΑ μοιάζω κάπως με κάποιον ή κάτι, είμαι παρεμφερής. επίρρ... παρεοικότως Α κατά τρόπο κάπως όμοιο προς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔοικα «μοιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”