προς-έχω

προς-έχω

προς-έχω (s. ἔχω), dazu, außerdem haben; Soph. Ant. 208; δεῖ καὶ τοῠτο προςέχειν τὸ μάϑημα, Plat. Rep. VII, 5214; τὴν οἰκίαν ἐν διςχιλίαις προςέξεις, Dem. 31, 7; – daran-, hinanhalten, -bringen, darreichen, μαζόν, Aesch. Ch. 524; annähern, τίς σε προςέσχε, τίς προςήγαγεν χρεία; Soph. Phil. 236, welche Noth trieb dich (mit dem Schiffe) hierher; bes. ναῠν, das Schiff einer Gegend nähern, προς-σχόντες τὰς νῆας, Her. 9, 99, u. oft ohne diesen accus., also scheinbar intrans., mit einem Schiffe anlanden, τίνι στόλῳ προςέσχες τήνδε γῆν, Soph. Phil. 244; προςσχεῖν ἐς τὴν Ἀσίην, ἐς Τύρον, ἐς τὴν Σάμον, Her. 1, 2. 3, 48. 4, 145. 5, 63 u. sonst; auch πρός τι, 3, 58, u. τῇ γῇ, τῇ νήσῳ, 4, 157, u. absolut ohne Angabe des Ortes, 2, 182. 4, 42. 6, 33; auch steht πλέοντες dabei, 6, 119; τῇ νηῒ εἰς Ῥόδον, Dem. 56, 9; Sp.; προςέχειν Λιλυβαίῳ, τῇ Σικελίᾳ, Pol. 1, 24, 2. 25, 9; πρὸς τὴν Ἀπολλωνίαν, 2, 11, 8. – Wie Eur. sagt παῖδες προςέσχον ὄμμα, sie richteten ihr Auge darauf, Herc. Fur. 341, so wird bes. νοῠν προςέχειν gesagt: seinen Geist, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richten, u. ohne νοῦν, προςέχειν ἑαυτῷ, τοῖς ἔργοις, Ar. Eccl. 294 Plut. 553; πρόςεχε τὸν νοῠν, Plat. Polit. 259 d; Conv. 217 b u. öfter; auch ἑαυτῷ, bei sich überlegen, 174 d; vgl. Plut. Them. 7; u. ohne νοῠν, εἴ τι καὶ πλούτῳ προςέχεις, Plat. Alc. I, 122 d; Phaedr. 272 e; ἆρ' οὖν προςέσχηκάς τι τοῖς τούτων γάμοις, Rep. V, 459 a; Xen. öfter, auch = daran denken, προςέχειν τῇ μονῇ, An. 5, 6, 22; οἱ περὶ τὸν Ἀριαῖον ἧττον τοῖς Ἕλλησι προςέχοντες τὸν νοῠν, sich weniger um sie kümmernd, 2, 4, 2, vgl. Cyr. 5, 5, 40; πρὸς αὐτὰ ταῠτα προςέχουσι τὸν νοῦν, Pol. 15, 36, 9, u. öfter. So auch τὴν γνώμην προςέ χειν, Av. Eccl. 600, Thuc. 5, 26, τῇ ναυμα χίᾳ, 7, 23. u. Sp. – Med. sich woran festhalten, anhaften, τὶν προςέχεται, Pind. P. 6, 51; προςσχέσϑαι τινί, Her. 2, 136.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”