προς-έσπερος

προς-έσπερος

προς-έσπερος, dor. ποϑέσπερος, = Vorigem; τὰ ποϑέσπερα, als adv., gegen Abend, Theocr. 4, 3. 5, 113.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • ποθέσπερος — ον, Α (δωρ. τ.) προσέσπερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ἑσπέρα (πρβλ. αν έσπερος, εφ έσπερος), με τροπή του τ στο αντίστοιχο δασύ θ πριν από δασυνόμενη λ.] …   Dictionary of Greek

  • νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …   Dictionary of Greek

  • εσπέρα — η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη) 1. (ενν. ώρα) το τέλος τής ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση τού ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο) 2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύση μσν. νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • προσέσπερος — ον, ΜΑ, και δωρ. τ. ποθέσπερος Α 1. ο προσεσπέριος* 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ ποθέσπερα προς το βράδυ, αργά το απόγευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + έσπερος (< ἑσπέρα)] …   Dictionary of Greek

  • τιταίνω — ΜΑ (επικ. τ.) 1. κατευθύνω κάποιον ή κάτι προς κάπου («εἰς δύσιν ὄμμα τίταινε, πότε γλυκὺς ἕσπερος ἔλθοι», Νόνν.) 2. μέσ. τιταίνομαι α) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες («αὐτὰρ ὅ γ ἄψ ὤσασθε τιταινόμενος», Ομ. Οδ.) β) (για… …   Dictionary of Greek

  • Καβάφης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια 1863 – Αλεξάνδρεια 1933). Ποιητής. Ο πατέρας του, Πέτρος Ιωάννης, ήταν δραστήριος έμπορος στην Αλεξάνδρεια, όπου τότε είχε αρχίσει να ακμάζει το ελληνικό στοιχείο. Η μητέρα του, Χαρίκλεια (το γένος Γεωργάκη Φωτιάδη), ανήκε σε παλιά… …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԵԿ — (զերեկ, ցերեկ, ընդ երեկս, առ երեկս, ցերեկս, յերեկս.) NBH 1 0674 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c գ. ԵՐԵԿ որ եւ ԵՐԵԱԿ. այսինքն Երեկոյ. ἐσπέρα vespera, hora vespertina իրիկուն .... Իբրեւ անուն. գ. *Ե՞րբ իցէ տիւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”