σῑτο-πώλης

σῑτο-πώλης

σῑτο-πώλης, , Getreideverkäufer, Getreidehändler, vgl. Lys. or. 22, die gegen sie gehalten ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλαμοπώλης — καλαμοπώλης, ὁ (Α) πάπ. πωλητής καλαμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πώλης, σιτο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • οσπριοπώλης — ὀσπριοπώλης, ο, θηλ. ὀσπριόπωλις (Α) πωλητής οσπρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπριον + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. σιτο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • σπειρόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α φρ. «σπειρόπωλις ἀγορά» αγορά στην οποία πωλούσαν παλιά ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + πωλις (< πώλης* + κατάλ. ις, ιδος), πρβλ. σιτό πωλις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”