προς-άγω

προς-άγω

προς-άγω (s. ἄγω, προςῆξαν Thuc. 2, 97), herbei-, hinzuführen, -bringen; τίς δαίμων τόδε πῆμα προςήγαγε, Od. 17, 446; δῶρά τινι, Einem Geschenke darbringen, H. h. Apoll. 272, wie ϑυσίας τινί, Her. 3, 24; ἄστει κόσμον προςάγων, Pind. I. 5, 69; ὡς σκάφος στρέβλαισι ναυτικαῖσιν ὡς προςηγμένον, Aesch. Suppl. 436; βοσκήματα, Soph. Trach. 759; τίς σε προςήγαγεν χρεία; Phil. 236, er braucht auch das med., ἡ Σφὶγξ σκοπεῖν ἡμᾶς τἀφανῆ προςήγετο, O. R. 131, brachte uns dahin, vermochte uns dazu, παισὶν ὀλέϑριον βιοτὰν προςάγεις, Eur. Med. 993; Νηΐταις πύλαις λόχον, Phoen. 1111; u. med. sich zuführen, erlangen, τῇ 'ρετῇ προςηγόμην πόσιν, Andr. 225; προςάξομαι δάμαρτα, Ion 659, umarmen, Ar. Av. 141; – ἐγγύτατα προςάγειν, Plat. Soph. 234 e; auch Lebloses, Xen. Cyr. 5, 2, 5; παροψῖδάς τινι, 1, 3, 4; προςάγειν τινὶ ὅρκον, Einem einen Eid zuschieben, d. i. ihn den Eid leisten lassen, Her. 6, 74; – πρὸς τὸν δῆμον οὐ προςῆγον, die Gesandten in die Volksversammlung, Thuc. 5, 61; bei Hofe, Xen. Cyr. 1, 3, 8; auch = als Bürger zulassen, Lys. 6, 29. – Med. zu sich führen, an sich locken, auch in schlimmem Sinne, versuchen wozu, χρήμασι καὶ δωρεαῖς τὸν Περσῶν δῆμον προςαγόμενος, Plat. Legg. III. 695 d; Ggstz von ἀπωϑεῖν, Rep. IV, 439 b; προςαγόμενοι τὰς πόλεις, Isocr. 4, 80, Her. προςηγάγετο αὐτούς, er brachte ste auf seine Seite, 2, 172; ἀπάτῃ προςάγεσϑαι τὸ πλῆϑος, Thuc. 3, 43. 48 u. öfter; aber μελλούσης προςάξεσϑαι hat pass. Bdtg, 4, 115; ϑεραπείαις προςαγαγέσϑαι, Isocr. 3, 22; Dem. 2, 8; τῇ τῶν τρόπων ἐπιεικείᾳ πάντας προςηγάγετο, D. Sic. 1, 54, vgl. 15, 8; ὄμματα, die Augen auf sich ziehen. – Intraus., sc. τὸ στράτευμα, anrücken, Xen. An. 1, 10, 9 u. oft, πρὸς πολεμίους, Cyr. 1, 6, 43; sc. ναῦν, landen. Pol. 1, 54, 5; Apollod. 2, 1, 4, sc. ἑαυτόν, sich nähern; πρόςαγε, frisch ans Werk, mache dich daran, Theocr. 1, 62; ὧδε, komm hierher, 15, 78-


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • επανάγω — (AM ἐπανάγω) [άγω] φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία) νεοελλ. ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω αρχ. Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα… …   Dictionary of Greek

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

  • αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

  • ευκατάγωγος — εὐκατάγωγος, ον (ΑΜ) 1. (για καταπέλτη) αυτός που πέφτει εύκολα προς τα κάτω 2. αυτός στον οποίο προσορμίζεται κάποιος εύκολα («λιμένα γὰρ ἔχει εὐκατάγωγον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ άγω «οδηγώ προς τα κάτω, προς την παραλία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”