σῖγμα — shin indeclform (indecl) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγμα — σῖγμα shin indeclform (indecl) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγμα — το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α άκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.) νεοελλ. 1. βιολ. α) υπομονάδα τής βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση… … Dictionary of Greek
σίγμα — το (λ. σημιτ.), άκλ., γράμμα του αλφάβητου (Σ, σ, ς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σῖγμ' — σῖγμα , σῖγμα shin indeclform (indecl) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγμ' — σίγμα , σῖγμα shin indeclform (indecl) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγμοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει το σχήμα τού αρχαίου ελληνικού σίγμα , ημικυκλικός νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα τού λατινικού σίγμα [S], δηλαδή αυτός που είναι καμπύλος και στα δύο του άκρα, αλλά προς αντίθετες διευθύνσεις 2. φρ. α) «σιγμοειδείς… … Dictionary of Greek
Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… … Dictionary of Greek
Greek alphabet — Type Alphabet … Wikipedia
Griechische Buchstaben — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf … Deutsch Wikipedia
Griechische Paläografie — Frühform des griechischen Alphabets. Archäologisches Nationalmuseum, Athen Wegweiser in griechischer Schrift auf … Deutsch Wikipedia